Έχω μέσα μου τη γη Κι έχω μέσα μου τη σελήνη Κι έχω μέσα μου όλες τις γυναίκες του κόσμου Την μητέρα μου, την αδερφή μου, την καθαρίστρια και την ταμεία του σούπερ μάρκετ Έχω μέσα μου τα εργοστάσια με τις υφάντρες Έχω μέσα μου μια Ρόζα Παρκς και μια Ηλέκτρα Αποστόλου Και βράζουν σα καζάνι Κι έχω μέσα μου κι έναν πόθο κι ένα δάκρυ Είμαι όλες οι γυναίκες του κόσμου Και ειδικά αυτές που μάτωσαν Έχω μέσα μου ολάκερη τη δημιουργία και τη δύναμη και την άπειρη πεμπτουσία του κόσμου Έχω μέσα μου ολάκερο το μέλλον Έχω μέσα μου μία τήξη και μια έκρηξη φυσική γέννα και καταστροφή και αναδημιουργία Είμαι όλες οι γυναίκες του κόσμου κι έχω μέσα μου όλα τα παιδιά Κι αυτοί ξέρουν Σα θες να ρημάξεις το μέλλον σκότωσε τη γυναίκα.
{Μαριάννα Ταφ} *Η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας με τα μαλλιά της να φτάνουν μέχρι τους μηρούς της το 1865. Πίνακας του Franz Xaver Winterhalter.
Ποιο χώμα τρέχει να με βρει Θάλασσα ν ‘αγκαλιάσει Ήλιος στο σώμα μου να μπει Το φόβο να γελάσει Σε όνειρα περπάτησα Άφησα το κορμί μου Πηλός από τα δάκρυα Έντυσε τη ψυχή μου Κέντησε φόρεμα πλεκτό Με πέτρινο στολίδι Ελπίδα μονοφόρετη Στης μάνας μου τα χείλη Δεν έχει η μοίρα μου νερό Να σκύψετε να πιείτε Στόμα να το φιλήσετε Γωνιά να κοιμηθείτε Ξένη στα μάτια που κοιτώ Άγνωστη στα δικά μου Κι όλα τα ρόδα που ακουμπώ Δικά σας και δικά τους Θέλω να μείνω στη σκιά του κόσμου που φυλάτε Γυρτή αγάπη γνώρισα Σε μαραμένο φύλλο Σαν το’ σφιξα στα δάχτυλα Έκλεισε τη ζωή μου
🌿 Από την εκδήλωση για την παγκόσμια ημέρα προσφύγων.
‡ Χωρίς εστίες
Χαμόγελα αμηχανίας τα χειμωνιάτικα μεσημέρια Διωγμένοι από τις όποιες πατρίδες μας μαζευτήκαμε εδώ Βλέποντας μαύρα σφραγισμένα τρένα στους σταθμούς Βλέποντας λιμνιασμένα πράσινα νερά κάτω απ’ τα γεφύρια Κι ανθρωποφύλακες σιδερόφραχτους να μας κοιτάνε Αν τώρα που μιλάμε, κάποιος μας θυμάται; Αυταπάτες Σαν κρυμμένα στη χούφτα τσιγάρα. Δεν έχουμε δικαίωμα στο όνομά μας, σωπαίνουμε. Κι αν κάποιος μας φωνάζει στο δρόμο,έχοντας παραγνωρίσει μια ξένη φυσιογνωμία; Αν κάποιος μας θυμήθηκε στην άκρη του ονείρου του; Αν μια παλιά αγάπη ψηλάφησε την έσχατη ανάμνηση; Παραμύθια Αφού γνωρίζουμε καλά τους άδειους δρόμους της πατρίδας Τα πεθαμένα μας σπίτια, την καταστροφή, τη σκόνη και τη λήθη Αφού γνωρίζουμε ότι οι φίλοι δε βγαίνουν πια να μας ψάξουν Δεν υπάρχουν πια φίλοι , δεν υπάρχουν εστίες Κι η κάποτε γενναία ρίζα μας έχει νεκρωθεί Κάπου μακριά φέγγουν κάποιες καθαρτήριες μα ξένες φλόγες
🌿 Από την εκδήλωση για την παγκόσμια ημέρα προσφύγων.
Ζωές στην κόλαση
Το μάθαμε από μικρά παιδιά Η ιστορία λέγαν επαναλαμβάνεται. Δεν ξέραμε ακριβώς τι εννοούσαν μέχρι που ήρθε η ώρα εμείς κι αυτή μετωπικά να συγκρουσθούμε όπως ερχόταν φορτωμένη θάνατο από τα πέρατα της γης. Ξερνούσε σε χωράφια και ακτές άρρωστες μέρες ανθρωπόμορφα κουρέλια με μάτια αμίλητα από τον τρόμο αδειανά χωρίς σταλαγματιά κουράγιου διωγμένα από ιδιόκτητο ουρανό πανάρχαιη πατρώα στέγη. Τα πρόσωπα μια τραγωδία ολοζώντανη σπίτια ερείπια τα ίδια τα κορμιά τους. Σέρναν μαζί ετοιμοθάνατα παιδιά μια δυό φωτογραφίες ακατοίκητες από την τόση οδύνη ξεβαμμένες. Απελπισμένα σφάγια κρέμονταν στα σουβλερά τσιγγέλια των φονιάδων που μακελέψαν τη ζωή και την ειρήνη τους Κανίβαλοι χορεύουν πάνω στα κουφάρια τους κι από κοντά το βοηθητικό προσωπικό οι ΜΚΟ κι οι επαγγελματίες της συμπόνοιας γέμιζαν όλοι τα πιθάρια τους τις τράπεζες τα εργοστάσια θανάτου χρήμα που μίσος βρώμαγε απ τη μια και απληστία απ την μεριά την άλλη. Σε μια Καινή του μέλλοντος Διαθήκη νέος προφήτης θα κομπάζει πάνσοφος πως γίνεται κρασί το αίμα. Εμείς τουλάχιστον να λέμε στα παιδιά ολόκληρη τη φράση όχι μισόλογα Η ιστορία θα ξανάρχεται και θάναι πάντοτε βουτηγμένη μες το αίμα.
🌿 Από την εκδήλωση για την παγκόσμια ημέρα προσφύγων. Συμμετοχή της Άννας Φιλίππου: Απόσπασμα από «Τα άγρια και τα ήμερα» του Μιχάλη Γκανά. IV Πέτρα που φέγγει μέσα μου τις νύχτες. Εδώ ξαπόστασαν γυναίκες φορτωμένες, εδώ ραμφίσαν τα πουλιά σιωπές όταν συννέφιαζε, δεν έβρεχε κι όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Χαμήλωνε το σύννεφο, ώσπου ακουμπούσε τις σκεπές, έγλειφε ως τα θέμελα τους τοίχους, λαλούσαν οι σφαγμένοι πετεινοί κι αρμένιζε το κάθε σπίτι μοναχό του, ενώ ακινητούσε το χωριό. Ξενιτεμένοι κουνούσαν τότε τα μαντίλια τους. Από πολύ μακριά. Μπορεί κι από τον κάτω κόσμο.
🌿 Από την εκδήλωση για την παγκόσμια ημέρα προσφύγων.
Ποίημα για την ημέρα του πρόσφυγα
Μια βάρκα περιμένει στο γιαλό παράμερα κουλουριασμένη στα σχοινιά της, στις δέστρες τις αναμένει αυτούς που θα τους μεταφέρει σε μια άλλη γη περιμένει εκεί ανάμεσα στις ψαρόβαρκες κι είναι μια βάρκα όχι σαν τις άλλες είναι μια βάρκα πλαστική γκρίζα και μουντή δεν έχει τίποτα να προσφέρει αλλά κλείνει μέσα της τα όνειρα της Αισε του Μοχαμεντ του Σαπρυ και της Χάναν εκεί στον ξυλινο πάτο της θα καθίσουν τα κορμιά και θα σκύψουν το κεφάλι βαθιά μέσα στην πραμάτεια τους από μουχλιασμένα ρούχα και τροφές θα είναι σκυμμένοι μέχρι να δουν την απέναντι ακτή, μόνο τότε θα σηκώσουν το κεφάλι ψηλά και το σώμα θα πάρει μια άλλη στάση και το πρόσωπο θα αρχίσει να συσπάται
Μέχρι να βγει από τα τρίσβαθα των πνευμόνων μια κραυγή, μόλις η καρίνα της βάρκας σταματήσει στην βοτσαλωτή ακροθαλασσιά, εκεί θα σκύψει ξανά ένας Αχμέντ και θα φιλήσει το χώμα και την γη που τον δέχτηκε μια Χαντιτζα θα αγκαλιάσει το βρεμένο μωρό της και θα παρακαλέσει έναν αόρατο θεό να τους κρατήσει ζεστούς κι ένας Ράφι ένας αποδεκατισμένος άνθρωπος που έχει αφήσει τα χιλιάδες κομμάτια του από δω και από κει σε δωμάτια, χωράφια, πλατείες και πεζούλια, μέχρι την στιγμή που ένα χέρι θα τον αρπάξει και θα του δώσει την πρώτη γουλιά νερό.
Ύστερα η βάρκα αυτή, η σανίδα , η σωσίβια λύτρωση του, θα μείνει εκεί διαλυμένη σαραβαλιασμένη να την παρασέρνουν τα κύματα βγάζοντας έναν επιθανάτιο βρόγχο σαν να λέει έκανα το καθήκον μου τον έφερα σώο,τώρα κάνε με κάτι άλλο να μην μείνω στις σκιές να λυτρώσω κι άλλους, αλλού, όπου με βγάλει ο δρόμος αυτού που εσείς αποκαλείται πρόσφυγα!
Βασίλης Παχνουδάκης Εικόνα: Jovcho Savov, «Η Γκουέρνικα του Αιγαίου»
🌿 Από την εκδήλωση για την παγκόσμια ημέρα προσφύγων.
…Σε όλη τη διαδρομή ψαχούλευε με αγωνία τις τσέπες. «Αυτό μονάχα πρόλαβα να πάρω…λίγο χώμα από αυτό που πατούσα, κάποτε, ελεύθερος…». Και ξάφνου, ανάβλυσαν μυρωδιές από τη γη των προγόνων. «Θα καταφέρω να το κουβαλήσω σε μια άλλη γη?» Σιγή. Το βλέμμα στραμμένο στον ήλιο. Χαμογέλασε. Δάκρυσε. Ίσως οι αχτίδες που χόρευαν στο ατόφιο γαλάζιο να του έδειξαν κάποιο σημάδι για έναν τόπο ελευθερίας, αλληλεγγύης και ανθρωπιάς.
Μαρία Θωμάδη Εικόνα: Sergei Dykov, «Οικισμός αστεριών», 2017, ζωγραφική σε χαρτί. Φωτογραφία Andrzej Rozwadowski
🌿 Από την εκδήλωση για την παγκόσμια ημέρα προσφύγων.
‡ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ Σκαλώνει το φεγγάρι στο σύρμα απόψε μόνος ανάμεσα σε τόσους, τίποτα δεν έχω η θάλασσα τα ρούφηξε όλα στα μαύρα της νερά αν άμποτε βγω από δω θα ξαναζήσω αλήθεια, στη γλώσσα σου πώς με φωνάζεις;
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΥΔΗΣ ~Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Εν Αρχή ην ο Λόγος, εκδ. Παρατηρητής, σελ. 52. Εικόνα: Alwy Fadhel, «To ταξίδι»
Κασσάνδρα, κοιμάσαι και το κεφάλι σου έχει το σχήμα πυραύλου σε κάθε σου τίναγμα στο μαξιλάρι χέρια κόβονται κορμιά διαμελίζονται άντρες μένουν ανάπηροι μητέρες χάνουν παιδιά ορφανεύει ο κόσμος γυναικοκτονίες αντροκτονίες παιδοκτονίες αυτό το βαθύ ρήγμα μέσα σου η επαναλαμβανόμενη μνήμη του πόνου ένα βαθύ χαντάκι από την πάλη αρσενικών δυνάμεων μία πληγή που δεν κλείνει σου έδωσε το χάρισμα χρησμός από τα χαρακώματα κανείς δε σε ακούει «Οι άγιες μέρες» έλεγες «χτίζονται πάνω στα κουφάρια των αθώων»¨ «Η ειρήνη» έλεγες «φτιάχνεται από τη σιωπή των πεινασμένων» «Ο νέος κόσμος: βόρειο ημισφαίριο- νότιο ημισφαίριο» εκείνοι φωτογραφίζονταν μπροστά από μαγαζιά που πουλάν καφέ τούρλωναν τα οπίσθια τους φούσκωναν τα χείλη τους φωτογραφίζονταν παίζοντας το παιχνίδι του εντυπωσιασμού ένας ολόκληρος εγκάθετος εξωτερικός πολιτισμός αλλοίωνε το είναι τους Κασσάνδρα, κοιμάσαι στα μεταξωτά σου σεντόνια περιμένοντας τα δώρα της Αθηνάς ξύλινα αλογάκια ίπτανται στη μαλακή ουσία του rem σου αισιόδοξη συνεχίζεις τη βόλτα σου με τα καλά σου παπούτσια διασχίζεις εγκλήματα απανωτών πολέμων σε έναν κόσμο ίσης ευκαιρίας υποταγής προσταγής γεννάς παιδιά και τα στέλνεις στρατιώτες στην Ουκρανία στη Συρία στο Ιράκ στο χρηματιστήριο στην αγορά εργασίας στον πόλεμο κάποιου άλλου το γεννάς με πόνους με σπασμούς με συγκίνηση με χαρά με αγάπη με τρυφερότητα το στολίζεις το πλένεις το καθαρίζεις το φροντίζεις το μεγαλώνεις το χτενίζεις χτυπάει και το κάνεις καλά το προετοιμάζεις για πάλη αρσενικών δυνάμεων το σταυρώνεις του δίνεις την ευχή σου και ύστερα για το χρυσό για το χαλκό για το πετρέλαιο για το φυσικό αέριο για τους υδρογονάνθρακες για κάποιο ορυκτό για έναν μισθό για μια άγνωστη νέα ουσία που ορίζει τις τιμές στην αγορά το στέλνεις στο θάνατο όλοι Πρίαμοι κανείς δε θα πει όχι. [Μαριάννα Ταφ] painting: La Guerre\The War _Pablo Picasso ^1951 ~as Massacre in Korea
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, γενήθηκε σαν σήμερα 9 Μαρτίου 1925. Είναι από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς, αν και η πρώτη λογοτεχνική εμφάνισή του έγινε την περίοδο της κατοχής, σε ηλικία 17 χρόνων. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από γονείς Κρητικούς. Μαθητής, ακόμα, του Γυμνασίου, το 1942, εμφανίστηκε στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», που εξέδιδαν ΕΑΜίτες και άλλοι προοδευτικοί λογοτέχνες του Πειραιά, και το 1944 στο ΕΠΟΝίτικο φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα», του οποίου ήταν αρχισυντάκτης. Μετά τη δημιουργία της ΕΠΟΝ , εντάχθηκε στην Οργάνωση της Θεσσαλονίκης και στο ΚΚΕ, ενώ με τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, εντάχθηκε στο ΚΚΕ «Εσωτερικού». Για τη δράση του στο χώρο του πανεπιστημίου όπου σπούδαζε Ιατρική συνελήφθη το 1948, βασανίστηκε, καταδικάστηκε για παράνομη δράση από έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο και φυλακίστηκε στο Επταπύργιο, έως το 1951 που δόθηκε αμνηστία. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη σαν ακτινολόγος. Έγραψε συνολικά 88 ποιήματα από το 1941 έως το 1971. Το 1979 κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του και το 1983 κυκλοφόρησε ιδιωτικά η αυτοβιογραφία του, το Υ.Γ. Από εκείνη τη χρονολογία και έπειτα σιώπησε οριστικά και δεν εμφανίστηκε ξανά. Παράλληλα με την ποίησή του, που μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά, και μελοποιήθηκε από συνθέτες, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Θάνος Μικρούτσικος, Αγγελική Ιονάτου, Μιχάλης Γρηγορίου, Δημήτρης Παπαδημητρίου κ.ά., ασχολήθηκε και με τη μελέτη και την κριτική της λογοτεχνίας, συνεργαζόμενος με διάφορα περιοδικά (Επιθεώρηση Τέχνης) και με την εφημερίδα «Αυγή». Πέθανε στις 23/6/2005. * [Στο παιδί μου…] Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι, Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας. Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά Πηγή: Ατέχνως * Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Μανώλη Αναγνωστάκη, στο πατάρι του βιβλιοπωλείου του Αναγνωστάκη στη Θεσσαλονίκη το 1975. (Αρχείο Γ. Ζεβελάκη)
Αν η τρέλα μπορούσε να σταθεροποιηθεί σε ένα δικό της όριο τότε αυτόματα θα έχανε τη μαγεία της. Κάπως έτσι δεν ξεκινάνε τα ταξίδια; Μέσα σε δόσεις τρέλας που σκιαγραφείται η μαγεία σε κάθε διαδρομή. Σε εκείνο το σακίδιο που κουβαλάμε στην πλάτη θα ήταν προτιμότερο αν το γεμίζαμε αναμνήσεις, όμορφες ιστορίες που κάτι έχουν να μας διδάξουν, όμορφες συγγραφικές εικόνες που θα μας δείχνουν στο τέλος το δικό μας μονοπάτι. Εκείνο που προτιμώ να μοιραστώ μαζί σας μέσα από τα δικά μου μάτια και που με τον τρόπο του θα έχει πάντοτε κάτι να μας πει...