Άσε με ν’ αναπνεύσω ώρα πολλή, πολλή, το μύρο των μαλλιών σου, να βυθίσω όλο το πρόσωπό μου σαν άνθρωπος λουσμένος στα νερά κάποιας πηγής, αναταράζοντάς τα με τα χέρια μου σαν ένα μαντίλι μοσκοβολημένο, διαλύοντας τις αναμνήσεις στον αέρα. Αν ήξερες όλα όσα βλέπω, όλα όσα νιώθω, όλα όσα ακούω μέσα απ’ τα μαλλιά σου. Η ψυχή μου πλέει πάνω στο μόσκο όπως των άλλων πλέει πάνω στη μουσική. Τα μαλλιά σου κλείνουν ένα καθολικό όνειρο γεμάτο κατάρτια και πανιά, μεγάλες θάλασσες με θερμούς άνεμους ωθώντας με σε κλίματα ιλαρά, εκεί όπου το διάστημα βασιλεύει βαθύτερο και γαλανότερο, όπου η ατμόσφαιρα πάλλεται αρωματική μαζί με φύλλα με καρπούς και δέρμα ανθρώπινο. Στο πέλαο των μαλλιών σου το μάτι μου ξεκρίνει ένα λιμάνι πρησμένο με τραγούδια μελαγχολικά, στιβαρούς άντρες κάθε τόπου, πλεούμενα κάθε λογής, διαγράφοντας την πλέον περίπλοκη, λεπτοφυέστατη αρχιτεκτονική τους στο φόντο ενός απέραντου ουρανού όπου κυριαρχεί αέναη θερμότητα. Μέσα στα χάδια των μαλλιών σου ξαναβρίσκω τη νωχέλεια των αργόσυρτων ωρών πάνω σε ένα ανάκλιντρο μες στην καμπίνα κάποιου ωραίου καραβιού, βαυκαλισμένος από το ανεπαίσθητο λίκνισμα των νερών του λιμανιού, ανάμεσα σε γλάστρες και στάμνες με δροσερό νερό. Μες στο σπινθηροβόλο τζάκι των μαλλιών σου, ανασαίνω τη μυρουδιά καπνού ανακατωμένου με όπιο και ζάχαρη. Μέσα στη νύχτα των μαλλιών σου βλέπω να λάμπει το άπειρο του τροπικού κυανού. Μέσα στις χαμηλές αμμουδιές των μαλλιών σου, μεθώ από τις διάχυτες οσμές του μόσχου, της πίσσας, και του κακαόλαδου. Άσε με να δαγκάσω ώρα πολλή, πολλή, τις μελανές, βαριές πλεξούδες σου. Σαν τραγανίζω τα μαλλιά σου, ελαστικά και επαναστατικά, θαρρώ ότι μασώ τις αναμνήσεις.
Ερείπιου νοσταλγία Σε τούτη την ανηφοριά σ ένα χωράφι που ευωδιάζει αφοσίωση ταξίδεψαν πολλές γενιές κάτω από βυζαντινά αρχαία κεραμίδια σ ερείπιο που ήταν κάποτε κυψέλη της αγάπης μα λίγο λίγο το ξεκλήρισε του χρόνου το σαράκι. Η αντηλιά που εξατμίζεται και πάει είναι οι μέρες και οι νύχτες και τα πάθη του τ ανέμου οι χιλιόχρονες φωνές η πίκρα της ακλάδευτης ελιάς στο παραθύρι τ αγιόκλημα που αγκομαχά να κρύψει την ορφάνια του. Είναι οι βαριές φωνές των πατεράδων των γυναικών τα γιασεμιά που ανθίζαν στο λαιμό και των παιδιών τα ματωμένα γόνατα. Η μνήμη που δεν έσβησε και σέρνεται στα χόρτα κι αχνοβολά στο θυμιατό της νοσταλγίας.
Αγναντεύω τις ανθισμένες μυγδαλιές που ασπροφορούν, νεαρές τις κοιτάζω, με ανάλαφρες περπατησιές. Τα αέρινα χάδια τους, χαραγμένα σε φλούδα ανεμοδαρμένη, τα ρουφούν απ´ τον ίσκιο τους ερωτευμένοι. Εναποθέτουν με φιλιά τη ζέση των χειλιών από δάκρυα και λαχτάρα. Η αφή απαλή και βελούδινη κι αυτές λυγίζουν φουσκωμένες στα χέρια ενός ευωδιαστού ανθόκαμπου. Και κυκλοφορεί μεταξύ τους, με έναν αγέρα μυρωμένο μια απόκοσμη μουσική, τρατάρει τότε κάθε μικρό ανθόκλαρο για να γευτείς. Και το νέκταρ μεθυστικό, που απ´ τη λάσπη παλιών νεροσυρμών, ανασταίνει και τη θλίψη. Εκεί που διασταυρώθηκα με τα μάτια σου κι εσύ θα ταξιδέψεις από το χάος της αβύσσου και θα αρμενίσεις από το λευκό για λίγο, των ανθισμένων μπουμπουκιών, που αστραποβολούν στα σκοτάδια. Μια αστραπή είναι άλλωστε η ζωή που κάποτε γιγαντώνεται κι άλλοτε ερωτοτροπεί, μα βυθίζεται ες αεί, πριν το λυκαυγές της ανατολής
Μάτια σύνορα : Πώς κάνεις τόπο του ουρανού σύρματα ματωμένα κόρες που σε γεννήσανε με χέρια απλωμένα Βάλε αγγέλους στις καρδιές φτερά που δεν πατάνε μάτια που δεν δακρύζουνε ψυχές που καρτεράνε Δώσε στο χέρι του χρυσού σίδερο να κρατήσει μαύρα μαντήλια που κεντά στο χώμα να τ’αφήσει Κερί ‘σαι και μην το ξεχνάς μια προσευχή που ανάβει στου μελισσιού το γυρισμό σε λουλουδιού αγκάλη. Νίκος Κουβίδης 🎨 George Frederic Watts 1886, τίτλος έργου : «Ελπίδα»
Σειλινοί, πρίγκιπες, ιερείς, της περηφάνιας γητευτές κοχύλια στις ουρές στις χαίτες κεχριμπάρια προστάτες των πηγών, φύλακες του Διονύσου, του Ήλιου αρματοφόροι να σας φορέσω κεντητά να σας στολίσω φως χρυσές δαντέλες δαχτυλίδια μαέστροι της ελευθερίας, λόγοι να χαίρονται οι Θεοί στη σκιά του πεύκου να σας γλυκοφιλήσω να κάνω το σώμα σκέπασμα πριν φτάσει η παγωνιά του κλαδί και δάκρυ στο βωμό να στρέψει αλλού η μοίρα το φόβο αρματώθηκες και δε μ’ αναγνωρίζεις αγκάλιασέ μου το κορμί και δώσε την ψυχή σου χρυσαλίδα αστραφτερή σ’ ωραίο μαξιλάρι την παίρνω από τη γη τη στέλνω στο φεγγάρι. * Αδάμαστο πυρ στο κατώπι σου βρέθηκες να τρέχεις προς τη ζωή με λύσσα με έναν παλμό που δεν αρμόζει στους ζωντανούς με έναν ρυθμό απ άνθρωπο αντίβιο μα τι σου έπρεπε; να ανοίγει η πόρτα για την ελευθερία να βουτάς ακαταμάχητα στη ζωή σαν ποτέ άλλοτε σα να μην είχες γευτεί ποτέ τον αέρα σα να μην είχες νιώσει ποτέ την ακεραιότητα στης γης το πάτημα να βουτάς να τ’ αρπάξεις καλπάζοντας μα τι σου έπρεπε; να βουτάς σαν ένας τυφλός που βρήκε το φως του σαν ένας διψασμένος που βρήκε όαση στο αχανές πουθενά σαν ένα παιδί που τρέχει γεμάτο επιθυμία προς την απέραντη αγάπη αυτό σου έπρεπε’ τόσο πληθωρικά να σου δίνεται η ζωή σαν κύμα να σε τυλίγει η ευ δαιμονία με χάρη και για χάρη της ύπαρξης σου να παίζουν μουσικές κι εσύ να ορμάς μπροστά να έρχεται η Άνοιξη νωρίτερα να μοσχοβολάνε τα λουλούδια επειδή περπατάς γλείφοντας τη γη σε βάφτισε η απουσία του λόγου μόνο ψεγάδι σου στην πραγμάτωση της τελειότητας δώρο του Τεότλ το χλιμίντρισμα γλώσσα δεν έχεις μα όποιος σε δει δε χρειάζεται γλώσσα Ποία τύφλωσις! λεπίδι και φωτιά στο φονιά της αν υπεράσπιστης ουσίας αυτοί γεννήθηκαν από την μήτρα της καταστροφής για να δοκιμάσουν το φως ή ο θρήνος μου έχει τόση ανάγκη να βρει έναν λόγο φονιάδες, ο ήλιος ξημερώνει χωρίς ανάγκη ο ήλιος δύει χωρίς προσδοκία ολόκληρη η Εδέμ σας δώθηκε κι εσείς παραδώσατε το χρυσάφι για ένα σκήπτρο από άμμο για μια πολυθρόνα βελούδινη με ξέφτια παλιάς δόξας θα σας μαρτυρήσουν τα δέντρα και τα παιδιά των πολέμων τα πουλιά θα σας καταδώσουν στους απανταχού Θεούς ελεύθερε κι αδερφέ, η ελάχιστη φλόγα ενός μικρού κεριού δια περνάει συθέμελα το βαθύ σκοτάδι να σε παραδώσω στον ύπνο γιατί για τον θάνατο δεν έχω ανάστημα.
Αν η τρέλα μπορούσε να σταθεροποιηθεί σε ένα δικό της όριο τότε αυτόματα θα έχανε τη μαγεία της. Κάπως έτσι δεν ξεκινάνε τα ταξίδια; Μέσα σε δόσεις τρέλας που σκιαγραφείται η μαγεία σε κάθε διαδρομή. Σε εκείνο το σακίδιο που κουβαλάμε στην πλάτη θα ήταν προτιμότερο αν το γεμίζαμε αναμνήσεις, όμορφες ιστορίες που κάτι έχουν να μας διδάξουν, όμορφες συγγραφικές εικόνες που θα μας δείχνουν στο τέλος το δικό μας μονοπάτι. Εκείνο που προτιμώ να μοιραστώ μαζί σας μέσα από τα δικά μου μάτια και που με τον τρόπο του θα έχει πάντοτε κάτι να μας πει...