Κάθομαι στο ζεστό μου το κρεββάτι
βλέπω να χάνονται να πνίγονται στα λάθη
Μέσα σε ψέμα βρίσκονται ριγμένοι
μιλούνε για τσεκούρι και μαχαίρι
Τώρα σε πόλεις και χωριά ενώ μπαίνουν
θολώνουνε τα μάτια και υγραίνουν για εκείνους που λιγοστά υπάρχοντα μαζεύουν
Ζωές και μοίρες τώρα θα στοιβάζουν σε καταφύγια και λεωφορεία σφαδάζουν
Και όλα στις φλόγες θα τυλίγονται μες στους καπνούς τα σώματα θα σφίγγονται…
Μια μέγγενη της ιστορίας ο πλούτος
που δίχως έμπνευση λαίμαργα κατακτά, χωρίς να μας ρωτήσει,
ήρθε, πήρε την άνοιξη, πήρε και τη χαρά.
Δε θέλω είπα, φώναξα, δε μ’ άκουσε, χτυπήθηκα στα στήθια
Δεν έχω πια εικόνα και τυφλά ψάχνομαι μες στην δική μου την αλήθεια.
Δε θέλω είπα, στρίγγλισα, κραυγή μισή δε βγήκε.
Μονάχα κάτι σκίρτησε σαν τρέμουλο και μου είπε:
«Παράλογα τα άλογα τα λόγια του πολέμου
Κι αυτός ο κόσμος πώς παρέλυσε έτσι Θεέ μου!».
Ύστερα από τον καναπέ σηκώθηκα λιγάκι, κι είπα μια βόλτα πια να βγω να δω το φεγγαράκι.
Έτσι είναι όταν ντύνεσαι ο παρατηρητής
Πιο μασκαράς
δεν γίνεται λιγάκι να βαφτείς;
Νιώθεις πως συναισθάνεσαι, λες πως λυπάσαι. Πόσο;
Ιδέα αυτού του τέρατος θαρρώ δεν έχεις τόσο.
Αχ και πώς θα ταν άραγε λιγάκι να αγαπάς;
Ουκρανία 2022 (6η ημέρα)
Δήμητρα Σκανδάλη
🎨Π. Πικάσο, «Γυναίκα που δακρύζει» 1937
