Kατηγορίες
ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ

Εωθινό

Εωθινό
I.
Στο κρα του
έβαλε ξερή φρασκομηλιά
μια πρέζα
ο κόρακας
Ο αλαφιάτης έκοψε στα δυο
τα σκουριασμένα χώματα
Ο ήλιος
έριξε το ρόδι του να σκάσει
σ’ όλα τα χρώματα της ηρεμίας μετά το χαλασμό,
πάνω στο μαστήχι
π’ απόμεινε κατάπληκτο
να αιωρείται
ενωμένο με μια τρίχ’ απ’ το σκίνο,
κάποιου περαστικού εχτές προβάτου.
Σφύριξε ασίκικα
ν’ ανοίξει το παράθυρο με τους βασιλικούς
κι’ όρμηξε να προφτάσει τους κρόκους στον αέρα
που πέφταν απ’ τ’ αφηρημένα σύννεφα
ο σκορδαλός.
II.
Αυτή την ώρα που ξυπνούσ’ η πλάση
των ποιητών
μια καμπάνα φώλιαζε στ΄ αφτιά του
κι’ αγρυπνούσε όρθρους
που ‘χαν γραμμένη στο μέτωπο τη μοίρα
του πνιγμένου,
σ’ ένα «δι ευχών».
Τούτη την ώρα
έψαχνε νάβρει χορτάρι καθαρό.
-Του χάλασαν ξανά οι σκίνοι
το παλίμψηστο στις ράχες των δαχτύλων
και του σώθηκε το σάλιο στη γλώσσα.
Ύστερα σιχάθηκε το αίμα
-τόσο αίμα κάθε μέρα
να αλλάζει τη γεύση του.
Μια τέτοιαν ώρα
έσερνε στο χορό της η ομίχλη τη μέρα
με τρυπημένο
από τη θλίψη των κυπαρισσιών μαντήλι.
Βιαζότανε πολύ,
κι αργούσανε ακόμα τα τζιτζίκια
να δοκιμάσουν τα δοξάρια τους,
ξενυχτισμένα.
III.
Μα ήταν ώρα στην ήβη του αυτός
να σκέφτεται
όσους αντέχουνε, ακόμα και να στιχουργήσουν
-λέει-
με τόσο κρομμύδι στο χνώτο τους
τόσους σκίνους που κέντησαν σήμερα
τόσους σκίνους ακέντητους μπροστά τους
και τόσο
-Θεέ μου πόσο-
μαστήχι μαζεμένο γύρο τους
να κολλά τα φτερά
πριν οι αιρετικοί αγέρηδες προφτάσουν
να στεγνώσουν την υγρασία που τα σιδέρωνε
αιώνες
κι αιώνες
στο κουκούλι της μοίρας τους;
Μα ήταν ώρα;
IV.
Ασκός
γεμάτος κούραση
αχώνευτη
να σκάσει
να κατηφορίσει κι’ αυτή,
έπαιρν’ απόφαση τη μέρα
και τράβηξε
Νικηταράς
φαντάστηκε μ’ ορμή
το κεντητήρι από την τσέπη,
υποταγμένος σ’ αυτό που βρέθηκε
όπως εχτές
έτσι σαν αύριο
καθώς σαν πάντα.-
{ Γ. Μ. Ζησιμόπουλος }
| artwork:
Krishna and Radha in the Forest ~ Royal Arts of Jodhpur
_Folio 17 from the Bhagvata Purana ^1775 |

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Advertisement