Κλωνοποιήστε με Ψηφιοποιήστε με Φέρτε μου τεχνητή νοημοσύνη να καταπιώ μέλη αρτιμελή κι αυτόνομα Φέρτε μου τα ψώνια μου στην πόρτα μου χωρίς διανομέα Φέρτε μου τους έρωτες μου παρμένους από λοταρίες πιξελικών οθονών Μαγειρέψτε μου έτοιμες συνταγές από παράθυρα ιντερνετικά Βάλτε μου τους φίλους μου σε ζωντανή σύνδεση ζωντανούς αλλά απόντες Δώστε μου καριέρα giveaway από χέρια μοντέλων πορνοποιημένων και ιδανικών αλλά ανύπαρκτων Μοιράστε βιβλία ηλεκτρονικά με πρόσχημα κοπές δέντρων Και φυτέψτε μονοκαλλιέργειες σε όλη την υφήλιο Εξαφανίστε ιθαγενείς από άγνωστες ζώνες Και πιστώστε με μονάδες κοινωνικές ψηφιακές αλγοριθμικές για να σταματάω στο κόκκινο Αντικαταστήστε με από ρομπότ με μία δικαιολογία που να με ευνοεί Ακολουθήστε με εικονικά για να υπάρχω Εγώ ως εγώ Αφήστε τα κλειδιά στην πόρτα μιας που όλοι οι τοίχοι πια πέφτουν Υποσχεθείτε μου να νικήσω το θάνατο Να νικήσω το γήρας ως ένας ταπεινός Δαυίδ θα στεκόταν απέναντι από ένα απειλητικό τιτάνιο κρυολόγημα Να βγω από την περιοδική σφαίρα της ζωής περιφρονώντας τα εύ-καμπτα στοιχεία της φύσης Να ζήσω βίο ά-βιο Λοιπόν, τι περιμένετε; Αφήστε με ήρεμη να βράζω στο μεγάλο καζάνι της παγκόσμιας ασφυξίας Και καθώς θα μου τονώνετε την όραση Και την πεποίηθηση του ωραίου μοναδικού Εαυτού μου Αφήστε με να ξεχάσω πως μοιάζει το κυπαρίσσι Και πως σκεπάζει την όσφρηση αναβλύζοντας σαγήνη το νυχτολούλουδο πριν την αυγή Μας περιγελούν τα σφαγεία μοιάζοντας ρομαντικά Η ψηφιακή θαλπωρή μου ματώνει τα σπλάχνα ολοκληρωτική υπέρκομψη και λαμπερή.
Χειμώνιασε και θαρρείς πως ο χρόνος πάγωσε τα χαμόγελα. Τα λεπτά ξεθώριασαν τα όνειρα, οι ώρες ξέφτισαν τις ελπίδες, οι μέρες βύθισαν την πίστη. Συνθήματα που γράφονται στις σκιές και δύουν με τις πρώτες ακτίδες του ηλίου, οι αναμνήσεις. Μάτια υγρά, φωνή στεγνή. Φιμωμένη η κραυγή που στέκεται σα μαριονέτα. Μονάχα κάποιες σκόρπιες λέξεις γεννιούνται μα κι αυτές χάνονται και γίνονται σκόνη, Μονάχα κάποιες κουβέντες ξεχασμένες ανθίζουν μα κι αυτές καίγονται και γίνονται στάχτη. Κι αναρωτιέσαι, αν μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό θα λάμψει μονοπάτι βροχής, για να ξεπλύνει αμαρτίες και ψέματα∙ Αν τελικά φταίει ο χειμώνας, που η συνείδηση έπεσε σε νάρκη.
Παιδί της Α’ γυμνασίου τότε, την πατρική απώλεια πενθούσα. Επαρχιωτάκι ήσυχο, αθώο, φοβισμένο στης Καλλιθέας τις γειτονιές τις πολύβουες. Εκείνες τις μέρες του Νοεμβρίου ούτε που καταλάβαινα τον πόνο της αθέατης βίας. Μόνο παρατηρούσα. Μια Αθήνα βουβή, νευρική, επικίνδυνη γεμάτη σκόρπιες σκιές. Τους συνηθισμένους ρυθμούς της ζητούσε μες την σιωπή του φόβου. Ενθουσιασμένα, τα μάτια μόνο μιλούσαν κάτι άγνωστα λόγια για μένα παράξενα, κρυφά, ανεξήγητα εκείνες τις ώρες. Τρία χρόνια μετά το Πολυτεχνείο επισκέφτηκα. Τις νωπές τις πληγές του ψηλάφισα. Των μανάδων τα κλάματα, τα ματωμένα σακάκια, φωτογραφίες ανθρώπων, προσωπικά αντικείμενα, και την σημαία εκείνη…
Δέκα ποιήματα του Αχιλλέα Φιστουρή ΣΤΑ ΒΑΘΙΑ 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2021 ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ: 151
Δέκα ποιήματα του Αχιλλέα Φιστουρή Σήμερα στη στήλη «Στα βαθιά» ,καλεσμένος μου είναι ο ποιητής Αχιλλέας Φιστουρής από το νησί της Χίου. Σπούδασε Παιδαγωγικά και δίδαξε στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή που τιτλοφορείται «Αποθαλασσία». Ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό λογοτεχνικό τύπο. Διαχειρίζεται την ιστοσελίδα: apothalassia.com. Η ποίησή του είναι λυρική, υπαρξιακή,εσωτερική. Ο λόγος του είναι περίτεχνος, πολύχρωμος, ζωντανός, βαθύς. Εμπνέεται από την επαφή με τη φύση, τον έρωτα, τα όνειρα, τις σκηνές της καθημερινότητας, τα μεταφυσικά ερωτήματα. Θα τον γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από δέκα διαλεχτά ποιήματα!
ΑΝΕΣΠΕΡΟ ΦΩΣ
Βλέμμα στατικό γεμάτο έκπληξη στα χνάρια της ανατολής.
Βλέμμα ανήσυχο στη θέα της έρημης γειτονιάς. Η φωνή του μανάβη πρωινό άνοιξης και το αγιάζι της νύχτας καθισμένο στο γιασεμί. Ακόμα και το απαλό φτερούγισμα του σπουργίτη ανάμεσα στα χρωματιστά γεράνια τσιμπολογώντας, προδιαθέτει το καλημέρισμα.
Βλέμμα ατάραχο δημιουργία εντύπωσης στην εναλλαγή των χρωμάτων ζωηρόχρωμης υφής. Όταν τα παράθυρα ανοίγουν λούζεται ο διάδρομος ακόμα κι αν οι πίνακες διαχέουν στο πρώτο φως το γαλήνιο της θάλασσας, έτσι ώστε τα έπιπλα να συμμετέχουν στην πανδαισία της γιορτής των θνητών.
Βλέμμα παρακλητικό στο υπέρτατο ον, να μη χαθεί το φως των ελπίδων. Ο ήλιος έγειρε όλα πια βαραίνουν και σε μια αποστροφή το βλέμμα, δεν έχει πλέον να κρατήσει τίποτα.
ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Περπατώ πολύ συχνά , μόνος, απορροφημένος στις σκέψεις μου. Όλα γύρω μου γυρίζουν κινηματογραφικά. Το τέλος του δρόμου ξαφνικά σα να έγινε αρχή, παρατώντας μισοτελειωμένες τις σκέψεις μου.
Αθόρυβα το σούρουπο ξετυλίγεται , αφήνοντας της νύχτας τα πέπλα να περιμένουν, καμαρώνοντας για τη δύναμη της στιγμής. Καθώς στο ημίφως , το τέλειωμα της μέρας, μια απρόβλεπτη , ξεχασμένη ηλιαχτίδα, ξεστράτισε και πάγωσε το χρόνο.
Της απρόσμενης αυτής εξέλιξης ένας παράξενος ιστός αναδιπλώθηκε κι η δύση κοντοστάθηκε, το δειλινό έλουσε κι το αιχμαλώτισε.
Τέτοια συνταραχτικά συμβάντα, Παραμένουν αναξιοποίητα Καθώς η μοναξιά αιωρείται.
ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΡΕΙΑΣ
Στη στροφή κοιτάζω το βλέμμα σου. Πήγαινε κι ερχόταν και μας κοίταζε πότε ριγμένο καταγής ,πότε απόμακρο. Ένα βλέμμα ατσάλινο , αιωρούμενο στη δροσιά του πρωινού πάνω στο άνθος. Ένα αλλόκοτο βότσαλο, που μιλούσε σε γνώριμα μονοπάτια της ψυχής μας.
Το βλέμμα σου δεν έμοιαζε με τ’ άλλα. Περνούσε αργά ανάμεσα στα γεγονότα, που μας άνοιγαν δρόμο για τα θέλω μας. Να σημάνει πως το τέλος είναι κοντά και δεν αρκεί να φύγουμε αβίαστα.
Όσο κι αν παλεύουμε να ορθοποδήσουμε κι αν γαντζωνόμαστε σφικτά σε άλλα χέρια κι αν ενώνουμε τη θέρμη μας, με τη θέρμη του υπέρτατου όντος κι αν σβήσανε όλα γύρω μας, μένει μόνο η βαθιά πεποίθηση να ομονοήσουμε μέσα στην κοσμοχαλασιά.
ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Το λευκό του κύματος γήινος αντικατοπτρισμός αντανακλά το ταξίδι της προέλευσης. Το λευκό του κύματος ψιθυρίζει στο αυτί σου, το δικό σου ήχο αυτόν που θέλεις ν’ ακούσεις απόκοσμη δική σου μουσική, αυτή που σε συνόδευε στη ζωή. Ίσως ξαναζήσεις τέτοιες στιγμές αν το ορίζεις αν θεατής παρακολουθείς την αδιαφορία γύρω σου, που σου θυμίζει διακριτικά το ταξίδι της προέλευσης. Στην πολυκύμαντη ζωή , αναζήτησες πολλά. Εκείνα που σε γέμιζαν στο ταξίδι νεκρούς σφυγμούς και ζωντανούς ήχους. Βίωσες την ανεμοζάλη στην κοσμοχαλασιά και το ανεμόδαρτο των αδικημένων το ψαλίδισμα της ορμής των νέων . Εμπειρίες μοναδικές που σε συνεπαίρνουν επειδή ήθελες να ζεις τη στιγμή ως το μεδούλι. Μπορεί τότε να συναντήσεις τις χαμένες ευκαιρίες, την αναθάρρηση στο ξέσπασμα της νιότης. Τη ζωή να σου γνέφει κάθε φορά στου κύκλου τα γυρίσματα. Περιμένεις ανταπόδοση για ό,τι ταξίδεψες εμπειρίες, γνώση, αναζήτηση, το λευκό του κύματος.
ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
Κεραμοσκεπή τριγωνική δέντρα με υψωμένα χέρια, των πιστών τα χέρια σε καλούν σε προσευχή.
Γερμένη κουρτίνα ίχνη φωτός στο μισοσκόταδο, σφύριγμα αγέρα, στο στενό σιγαλιά απόλυτη απλώνεται.
Στη γέφυρα γυροσκοπική πυξίδα άυπνη, δείχνει το βορρά ακτές μαύρες ,αφιλόξενες χάρτες απλωμένοι, νεκροί.
Ο φάρος που αναβοσβήνει ταξίδι στη νύχτα, όνειρο άπιαστο τ’ αστέρια που ξαγρυπνούν, μάτια σφαλιστά.
ΑΠΟΓΡΑΦΗ
Εποχή της ενδοσκόπησης της χαλαρής μνήμης της μακρινής συνάντησης
Εγκλωβισμένος στο δωμάτιο του μυαλού το πραγματικό μέσα σου αναμοχλεύεις αυτό που μένει κρυφό στο χάιδεμα του ήλιου
Ανταριασμένες στιγμές σημαδεμένες και μια ηλιαχτίδα φως στο κενό παρόρμηση και ξέσπασμα αυτό που προσδιορίζει το αύριό σου
Σε πολιορκούν χαμένες στιγμές ο ήλιος στάθηκε στο δειλινό και πνιγμένες ιαχές δέντρων
ΕΣΚΥΨΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ
Έσκυψα στην ψυχή μου με μουντό ουρανό κι άρωμα το απόβραδο στα σοκάκια της γειτονιάς τη στιγμή που η βροχή έγλειφε το πεζοδρόμιο, σα νυχτερίδα που λούστηκε στο ημίφως.
Τώρα ανοίγω το βήμα μου στην καθημερινότητα περιδιαβαίνω τη θύμηση στην άλλη διάσταση περνώ , τη διάσταση που αναθαρρεί.
Το υπέρτατο ον που ακολουθεί την πορεία των γεγονότων άηχο, χωρίς παρισταμένους.
Μοναχικός καβαλάρης αμφιταλαντευόμενος στις γωνιές της νύχτας και στην ηλιαχτίδα που χαράζει. Δυο όψεις του ίδιου νομίσματος Φτώχεια, εγκατάλειψη, ορφάνια, αναγέννηση ,ψυχική ομορφιά.
Κι η ποίηση ακουμπά τον ουρανό με γήινα πόδια. Aμφιταλαντεύεται στη νύχτα που φεύγει και στο χάραμα που ορθώνεται. Έσκυψα στην ψυχή μου με μουντό ουρανό κι άρωμα.
Η ΣΙΓΑΛΙΑ
Όταν χαθεί η σιγαλιά της νύχτας, αφουγκράσου τι γίνεται στο ξέφωτο . Είναι η στιγμή που στους δρόμους ακούγεται μια ιδιότυπη μουρμούρα αυτών που επιστρέφουν κι ο έρωτας καραδοκεί.
Όταν χαθεί η σιγαλιά της νύχτας, φεύγει ο χρόνος. Σκοτεινές βιαστικές φιγούρες διασχίζουν το δρόμο και των ερώτων οι πόθοι υποκλίνονται μπρος στις προκλήσεις του άγνωστου.
Όταν χαθεί η σιγαλιά της νύχτας, είναι ξημέρωμα. Ό,τι έχει γίνει δεν αντέχεται στην πρώτη ηλιαχτίδα κι ούτε στα ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών.
Το καρτέρεμα να είναι πολύ. Μόλις βεβαιωθείς πως οι γωνιές του έρωτα άδειασαν, πως οι απόκοσμες μουσικές έσβησαν στο κατόπι της νύχτας, ρίξε άπλετο φως διακριτικά κι αγνάντεψε το ξύπνημα του ορίζοντα , φως μοναδικό και το βουητό της βροχής που κοντοζυγώνει.
Έτσι αναπάντεχα οι ήχοι σε προδιαθέτουν πως κάτι γρήγορο περνά και χάνεται στο ημίφως ένας ληστής , που τρέχει στο πεζοδρόμιο, ένας μεθυσμένος , που τρικλίζει τα βήματά του, ένα ασθενοφόρο, που μεταφέρει τον τραυματία, μείνε ακόμα, μην κλείσεις το άπλετο φως.
Ό,τι πέρασε από μπροστά σου ανήκει στη φαντασία. Είναι το σκοτεινό κομμάτι της μεγάλης νύχτας , δοσμένο αλληγορικά, παρανομία, έρωτας, καθήκον. Που μέρος να κρυφτεί αποζητά τούτη τη στιγμή.
Αποδέξου την ιδιομορφία αυτή της νύχτας, με σημείο αναφοράς το μέσα σου, κι αγκάλιασε το σκοτεινό κομμάτι. Έπειτα σβήσε πάλι το άπλετο φως αθόρυβα, πριν ο ήλιος ρίξει τις δικές του ακτίνες.
ΖΩΗ ΧΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΗ
Ξεχωρίζω τον τόπο και τη στιγμή συντροφιά με πρόσωπα, συντροφιά με επιθυμίες και με θάλασσες σε ήρεμους κυματισμούς.
Κι εσύ διαγράφεις με τη θωριά σου, το περίγραμμα που ζωντανεύει τα πρόσωπα και τα χαρακτηριστικά και τα συναισθήματά τους.
Μια ανάσα φωτός είναι η δύναμη της θέλησής σου. Με την ορμή και τη διάθεση και το στόμφο της έκφρασης της ζωής.
Μιας ζωής που ορειβατεί άλλοτε στα ανώγια κι άλλοτε στα κατώγια, αφήνοντας ίχνη σε εξωτερικές διαδρομές που σου κρατώ το χέρι.
ΤΟ ΧΑΔΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Όπως αντικρίζεις τη θάλασσα αυτή αναθαρρεί, κι η πνοή σου, ανάσα δροσιάς είναι.
Και τότε το μέσα σου ξεχύνεται σ’ αυτά που κάποτε έζησες, κι οι μνήμες που αναπόλησες σε συντροφεύουν, σε ηρεμία λυτρωτική από τα βάσανα να σου εμφυτεύουν.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Αχιλλέας Φιστουρής γεννήθηκε στην Καλλιμασιά της Χίου. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Π.Α.Μ. , στο Π.Τ.Δ.Ε. Αθηνών και δίδαξε στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Ορίζει την ποίηση στη ζωή του, με τον ίδιο τρόπο που ανταμώνει τη θάλασσά του,όπως απλόχερα τού χαρίζεται κάθε πρωί από το ανοιχτό του παράθυρο. Ως τον μόνο ελεύθερο ορίζοντα, όπου οι άνθρωποι μπορούν να ταξιδεύουν, να ονειρεύονται και να ελπίζουν άφοβα. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Αποθαλασσία» το 2019. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες. Διαχειρίζεται την ιστοσελίδα: apothalassia.com
Άλλοι βαδίζουν πάντοτε σε σταθερή τροχιά καθώς τα τρένα στις ράγες τους καθώς οι δορυφόροι στις τροχιές τους καλοκουρδισμένοι άσφαλτοι δίχως αμφιβολίες Άλλοι πάλι συμβουλεύονται τους χάρτες ξέρουν να χρησιμοποιούν πυξίδες μελετάνε τις οδούς συμβουλεύονται το gps χαράσσουν διαδρομές κάνουν ανταποδοτικά μελλοντικά σχέδια Είναι κι αυτοί που περιπλανιόνται άλλοτε τρέχουν παράλληλα στις γραμμές καμαρώνοντας τα τρένα άλλοτε περνάνε κάτω από νεραντζιές βαδίζουν σε βρώμικα πεζοδρόμια χαζεύουν τα graffiti στους τοίχους ενθουσιάζονται με τις γάτες που πλένονται στα κατώφλια κοιτάζουν τις γιαγιάδες που βαδίζουν με κόπο τους πιάνει μια παρόρμηση να τις σπρώξουν μετά νιώθουν τύψεις και ντρέπονται θυμούνται τον θάνατο ζηλεύουν αυτούς που ξέρουν από χάρτες κι ύστερα μια μποκαμβίλια ολάνθιστη ένα παιδί κλωτσάει ένα άδειο μπουκάλι εκείνο το ζευγάρι φιλιέται στη γωνία κι εκείνη η κοπέλα Να τη! στρίβει δυο στενά παρακάτω ίσως ξέρει το δρόμο κι αυτοί υπνωτισμένοι ερωτευμένοι κόβουν ένα μυρωδάτο γιασεμί πηγαίνουν στο κατόπι της Αυτοί οι τελευταίοι δε ξέρουν πως να περπατήσουν στο δρόμο με χαρτί μετακίνησης
{ Αργυρώ ΑξιώτηΑπρίλιος 2020 } *photo: Walking in the street\Near The Hermitage St. Petersburg Boris Ignatovic^1930.
Άκου τις ακροθαλασσιές και τα κύματα που σπάζουν στα βράχια Άκου ,τα βουνά και το θρόισμα των φύλλων καθώς πέφτουν στη γη Άκου την περπατησιά σου δίπλα στις λίμνες Άκου τα δέντρα και τις κορφές, άκου Άκου τις παρατημένες κραυγές μέσα στα λαγκάδια και τις σιωπές που ακολουθούν, άκου Άκου τες και μετά μάζεψε τες, βαλτές μαζί με τα πανάρχαια λείψανα που περιμένουν άταφα περιμένοντας την αποκαθήλωση των ορμών μας Άκου τα φανερά αλλά κι αυτά που δεν φαίνονται Άκου μια λέξη πριν γίνει μέρος μιας πρότασης και σκίσε την πληγή που ακολουθεί Άκου τα χρόνια που σαλεύουν καταμεσής του ωκεανού μέσα σε ποστάλια και σκουριασμένες άγκυρες, άκου Άκου τον θόρυβο των μηχανών που οραματίζονται την λευτεριά Άκου εμένα που σου μιλώ και που μετά βουβαίνομαι για χρόνια Άκου το πέταγμα των πουλιών κι εκείνο το αθόρυβο της κουκουβάγιας μέσα στη νύχτα, στη δική μας νύχτα Άκου, αφουγκράσου μας, πριν μας σβήσουν την μνήμη ένα μεσημέρι με λιακάδα Άκου πριν μας πάρουν την χαρμολύπη και μας ξεσκίσουν την ανθρωπινότητα μας Άκου, βλέπε, θυμήσου, ο καιρός μας μίσεψε, έφτασε ο καιρός των επόμενων μηρυκαστικών που αφαιμάζουν το θρόνο του αίματος για μπουκιές ξερό ψωμί Άκου… κοιμήσου και θα ‘ρθω και ‘γω ένα βράδυ ένα τυχαίο βράδυ, εκεί που η φωνή μας θα συνεχίσει να ακούγεται καθαρά στα ακρώρεια και στις απουσίες του εγώ μας
[Βασίλης Παχνουδάκης] *painting: { Rembrandt Tulips_Keith Miller^2013 }
Αν η τρέλα μπορούσε να σταθεροποιηθεί σε ένα δικό της όριο τότε αυτόματα θα έχανε τη μαγεία της. Κάπως έτσι δεν ξεκινάνε τα ταξίδια; Μέσα σε δόσεις τρέλας που σκιαγραφείται η μαγεία σε κάθε διαδρομή. Σε εκείνο το σακίδιο που κουβαλάμε στην πλάτη θα ήταν προτιμότερο αν το γεμίζαμε αναμνήσεις, όμορφες ιστορίες που κάτι έχουν να μας διδάξουν, όμορφες συγγραφικές εικόνες που θα μας δείχνουν στο τέλος το δικό μας μονοπάτι. Εκείνο που προτιμώ να μοιραστώ μαζί σας μέσα από τα δικά μου μάτια και που με τον τρόπο του θα έχει πάντοτε κάτι να μας πει...