εφημερία
η μανούλα ξημεροβραδιάζεται
ταμίας στο μάρκετ της γειτονιάς
-η μικρή από το μεσημέρι είναι στο σπίτι
ποιος θα την διαβάσει; –
ο πατέρας
αφήνει την κόρη σπρώχνοντάς της μαλακά στην είσοδο
σχεδόν σε στάση προσοχής
-καλή εβδομάδα κύριε διευθυντά-
λιώνει το ακουστικό στην αγωνία
μοναχογιό τον έχει κι εκείνη μόνη
αιχμάλωτη του μεροκάματου ωστόσο
-καταλαβαίνετε θέλω μα δεν μπορώ να ‘ρθω-
ζεστό φαγάκι στα κάγκελα
η πριγκίπισσα του γρήγορα στις φίλες να γυρίσει
τραβά τα χαλινάρια και φεύγει
-ο βασιλιάς της-
στην νεροποντή τη χτεσινή στην πόρτα μούσκεμα
με το αυτοσχέδιο αδιάβροχο
σαν την περιστέρα σκέπασε με τη φτερούγα τα μικρά
-παπάκια τσαλαβουτούν –
είναι μάνα και πατέρας μαζί
κατά σειρά μεγάλος μεσαίος μικρή
το βαπόρι ταξιδεύει δυο καπετάνιοι
-ένας στη θάλασσα μια στη στεριά-
μέχρι τη γωνία φτάνει πια
τέλειωσαν οι μέρες αγωνίας
βολίδα ο μικρός ταχύς κι εκείνος
-στο γραφείο πάω-
καγκελόπορτες λουκέτα ασφαλίζουν
το μάθημα αρχίζει
στάζουν μέλι τα πρωινά
-καλημέρα-
[Μιχάλης Μελαχροινούδης]
*photo:
{ «Kids Dancing»_Helen Levitt^1940 }
