Το κορίτσι μου σιχαίνεται τους αποχαιρετισμούς
Λέξεις σκαλωμένες στο στόμα
μπερδεμένες στη γλώσσα
δε βγαίνουν όσο κι αν πιέζω το στήθος.
Λέξεις για σένα
δικές σου και δικές μου ταυτόχρονα
σαν πετονιές μπλεγμένες
δε βγαίνουν όσο κι αν στραγγίζω την καρδιά.
Δεν ξεμπερδεύουμε με τίποτα εμείς,
κορίτσι που κοιμάσαι ήσυχη σαν χορτασμένο ζώο,
γυναίκα που στο όνειρό μου γεννάς ένα παιδί,
θαλασσινό νερό τρέχει ανάμεσα στα πόδια σου,
με κοιτάς με απορία και με φόβο
λες και ξέρω εγώ πως ζούνε οι άνθρωποι.
Αίμα σταγόνες μικρές
κόκκινες φακίδες στα μάγουλα.
Λέξεις δικές σου που προσπαθώ να καταλάβω.
Λέξεις αγκίστρια παλιά δεμένες με παράμαλλα καινούργια
τις παλεύω με τα δάχτυλα
με τρυπάνε παντού
δεν γίνεται να μην αγκιστρωθώ
μια δύναμη με τραβάει πολύ μεγαλύτερη από μένα
από τα χείλη από την πλάτη από τα χέρια
προς τα πάνω, έξω απ’ το βυθό, στην επιφάνεια,
εκεί που ζουν οι κανονικοί άνθρωποι τις κανονικές ζωές τους,
εκεί που βρίσκεσαι εσύ, πάλι εσύ, πάντα εσύ
ένας τρυφερός γίγαντας με λευκά χεράκια,
αυτά που αρνήθηκες να σηκώσεις για να με αποχαιρετίσεις – θυμάσαι; –
με κρατάς για λίγο ψηλά ενώ σπαρταράω
– λέξεις σπαράγματα, φθόγγοι, σπασμοί –
και μετά γελάς και με πετάς
πίσω στη θάλασσα.
[Τηλέμαχος Τσαρδάκας]
painting:
The evening gown\1954_Rene Magritte
