δε λέω θα υπάρξει μια φορά που θα σβήσεις τη λερωμένη σου καρδιά από το χάρτη της απροσεξίας σου έχει κάτι αυτό το τίποτα που με κυριεύει και δεν κάνω έστω μια κίνηση να δεχτώ τον συμβιβασμό η μουσική καλά βαστάει κι από μέρα σε μέρα, κάπου μακρυά ένα λιμάνι, που δεν περιμένει κανένα πια για να ταξιδέψει.
Σε είδα! σκυμμένο στα μπλε τετράδιά σου τα μισογραμμένα μ’ ένα μολύβι στο χέρι τα δάχτυλα σε τάση σαμπώς έτοιμα ν’ αγγίξουν δέρμα αγαπημένο ή μήπως ένα κομμάτι χαρτί ή μήπως κάποιο άνθος εύθραυστο κάποιο κρύσταλλο παγωμένο κάποια αιχμή επώδυνη συνταιριάζεις γράμματα δοκιμάζεις ήχους με το νύχι σκαλίζεις αρχαία λόγια παύσεις επιφωνήματα σε καταδιώκουν σιωπές σε κατακλύζουν φλυαρίες κρατάς την ανάσα σου σε άνω τελεία κι εκείνη η λέξη επιμένει να μην έρχεται κοιτάζεις το ποτηρί σου άδειο διψάς Λοιπόν φτωχέ μου ποιητή, τι κλήρο προσμονής τράβηξες πάλι; σε ποιόν ιξό πιάστηκες; τι περιμένεις;
» Έσκυψα στην ψυχή μου με μουντό ουρανό κι άρωμα το απόβραδο στα σοκάκια της γειτονιάς τη στιγμή που η βροχή έγλειφε το πεζοδρόμιο, σα νυχτερίδα που λούστηκε στο ημίφως. Τώρα ανοίγω το βήμα μου στην καθημερινότητα περιδιαβαίνω τη θύμηση στην άλλη διάσταση περνώ, τη διάσταση που αναθαρρεί. Το υπέρτατο ον που ακολουθεί την πορεία των γεγονότων άηχο, χωρίς παρισταμένους. Μοναχικός καβαλάρης αμφιταλαντευόμενος στις γωνιές της νύχτας και στην ηλιαχτίδα που χαράζει. Δυο όψεις του ίδιου νομίσματος Φτώχεια, εγκατάλειψη, ορφάνια, αναγέννηση, ψυχική ομορφιά. Κι η ποίηση ακουμπά τον ουρανό με γήινα πόδια. Aμφιταλαντεύεται στη νύχτα που φεύγει και στο χάραμα που ορθώνεται. Αναγαλλιάστε φωνές του ωραίου χάνομαι ανάμεσα στη θύμηση αποκομμένη απ ΄τα χνάρια της λησμονιάς. Έσκυψα στην ψυχή μου με μουντό ουρανό κι άρωμα… »
»Ανάλαφρη ψυχή» – Ο Αχιλλέας Φιστουρής γεννήθηκε το 1958 στην Καλλιμασιά της Χίου. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Π.Α.Μ. , στο Π.Τ.Δ.Ε. Αθηνών και δίδαξε στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Ορίζει την ποίηση στη ζωή του, με τον ίδιο τρόπο που ανταμώνει τη θάλασσα του, όπως απλόχερα του χαρίζεται κάθε πρωί από το ανοιχτό του παράθυρο. Ως τον μόνο ελεύθερο ορίζοντα, όπου οι άνθρωποι μπορούν να ταξιδεύουν, να ονειρεύονται και να ελπίζουν άφοβα.
Να είσαι ο μαύρος Να δουλεύεις στο λιοπύρι Να πεινάς Να πουλιέσαι σαν εμπόρευμα Να γίνεσαι η δούλα του σπιτιού Που θα σε βιάζουν γιατί μπορούν Να σε κλωτσάει να σε πυροβολεί ο μπάτσος Γιατί μπορεί Δε φοβάμαι Θα είμαι ο μαύρος Θα κάθομαι στη θέση των λευκών στο λεωφορείο Στο σινεμά στο εστιατόριο Θα πηγαίνω σε διαδηλώσεις Θα έχω φωνή Θα διεκδικώ θα υπάρχω θα είμαι Όπως δεν ήμουν όπως δεν θέλουν να είμαι Γιατί εγώ είμαι εσύ Γιατί στη ζωή και στο θάνατο Χαίρομαι και πονάω το ίδιο Και θέλω ό,τι θέλεις κι εσύ Να αισθάνομαι ζεστά τα χέρια μου Μέσα σε άλλα χέρια Και μια θέση αγάπης κάτω από τον ήλιο. ΜΑΡΙΑ ΚΛΕΙΔΑ photo:RICHARD AVEDON
Η ζωή… Ένας καμβάς χιλιάδων χρωμάτων, αποχρώσεων και εκφάνσεων, αναμνήσεων και στιγμών, που σημάδεψε το χθες, σηματοδοτεί το παρόν και θα διαμορφώσει το μέλλον. Η ζωή… Κενές σελίδες που γέμισαν με μαύρες, γκρίζες, λευκές σκέψεις, σκέψεις πολύχρωμες και αποφάσεις που δεν έθεσαν όρια, πάτησαν στα πόδια τους και επαναστάτησαν. Θωμάδη Μαρία CLAUDE MONET
Ο Ιούλιος ορμά με καυτές ακτίνες. Στο απέραντο γαλάζιο αναδύεται, ένα ελληνικό καλοκαίρι.
Το καλοκαίρι μια πανδαισία χρωμάτων κι η ψυχή φωτεινή παρόρμηση σε γνωστά λημέρια καυτής άμμου, περιμένοντας την απόγεια αύρα του απόβραδου στη ρημαγμένη ακτή.
Το καλοκαίρι είναι χορός των κυμάτων που λικνίζονται με χάρη στην ορμή της νιότης, η ζωή σε ζωντανό διάλογο επιβίωσης.
Το καλοκαίρι είναι μουσική αγγέλων που αναγαλλιάζει το είναι μου, όταν χαράζει το ξημέρωμα του κόσμου.
Είναι Η φωνή κόπηκε Ήταν δικός μου Είναι Η σιγή του κόσμου Στα βλέφαρα του Είναι Η ασπίδα μου στον πόνο Μέσα μου Είναι Η λέξη που πασχίζει Η μητέρα του Είναι Το χρώμα που αγαπώ Το μαύρο Το δοχείο μου άδειο Είναι Μετά από τόση διαστροφή και βία. (για τον Φλόιντ που έχασε τη ζωή του άδικα) Δήμητρα Σκανδάλη φωτογραφία~ «Eyes and Eggs» 1983 Jean-Michel Basquiat
ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ Το Ζενοβώ του Μπέργου πέθανε. Κι η Σταυριανή. Πρόσφατα, η Θοδωρούλα, το Παγώνι. Φαίνεται θα την καλούσε όλα αυτά τα χρόνια ο άντρας της, ο Γειαχαράς, να του χαϊδέψει λίγο την κοιλίτσα. Αλλά κι ο Σαλιαμπούκας. Κι οι Τριχούδενες: οι πέντε αδελφές κι η μάνα. Δεν ζούνε πια η Μαντολίνενα και το Κλανέτο. Η Αμερικάνα, ο Φρανσουά και ο Ριρής. Η Φαφιρέ, η Βερβελού, η Γκρέις Κέλυ και η Τσιμεντίνα. Ο Μισαπιθαμίτης ο ψωμάς και το Λενάκι του Ντομάτα. Το Στούκας, η Νταντέλα. Η Νεραμπουλού. Πάει ο Λάρτος, η Πατσού κι ο Τσιμπουκλής. Η γριά Ερωτίνα, ο Χειλάς, το Πιτσικόλι. Ο Γιάννικας δεν ζητιανεύει πια από τους περαστικούς ένα τσιγάρο κι ο Ζούρλος του Λωλού δεν ξανακούστηκε. Η Καντιλέρα; Πού ’ν’ την; Και ο μπακάλης, ο Λαγός; Το Καλουπάκι; Η Κοριτσίνα, ο Κατσάφαρος και το Τσαγκλί; Ο Κάκος κι η Κουκλού; Πού είναι το Δίχειλο, η Καρκατσού, ο Μπούρμπουλας, η Σκούνα, το Ζαγκζώ; Η Χρυσαλιώ του Κούβακα, η θεια-Ασούντα; Οι Μόσκενες, η Κάμπια, το Ρορώ; Στα Καλογέρικα οι στέρνες έχουν ξεραθεί και το καζαναριό του Τσαμαδόκωλου γκρεμίστηκε. Μαζί τους χάθηκαν κι αυτά τα παρατσούκλια που μοιάζουν πια με φυσαλίδες μαγικές, αστείο κομφετί ζωής που διασκορπίστηκε στους τέσσερις -του κάτω κόσμου-
Αν η τρέλα μπορούσε να σταθεροποιηθεί σε ένα δικό της όριο τότε αυτόματα θα έχανε τη μαγεία της. Κάπως έτσι δεν ξεκινάνε τα ταξίδια; Μέσα σε δόσεις τρέλας που σκιαγραφείται η μαγεία σε κάθε διαδρομή. Σε εκείνο το σακίδιο που κουβαλάμε στην πλάτη θα ήταν προτιμότερο αν το γεμίζαμε αναμνήσεις, όμορφες ιστορίες που κάτι έχουν να μας διδάξουν, όμορφες συγγραφικές εικόνες που θα μας δείχνουν στο τέλος το δικό μας μονοπάτι. Εκείνο που προτιμώ να μοιραστώ μαζί σας μέσα από τα δικά μου μάτια και που με τον τρόπο του θα έχει πάντοτε κάτι να μας πει...