ΣΤΙΣ ΠΛΑΪΝΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ
Ανηφόριζε ο δρόμος φιδίσιος στην πλαγιά
για ριψοκίνδυνους σε θέα καμένων δέντρων,
σε προδιάθετε αρνητικά.
Όταν τον ανέβαινες χυνόταν σε αυλακωμένα μάγουλα
καυτός ενσυνείδητος σε αναπάντεχες πορείες.
Κάποιες απ ΄ αυτές αίσθηση βάλσαμου
οριοθετούσαν τις νευρώσεις
κι άλλες σφιχτοδεμένες στα χέρια
σε συγκρατούσαν από το χαλασμό.
Όμως δημιουργούσαν τραύματα από αυτά
που ψυχορραγούν και τα νιώθεις συνέχεια στα ακροδάχτυλα,
ανάμεσα στα δόντια στην άκρη των χειλιών.
Κάθε φορά που θέλεις να εξωτερικεύσεις
ένα συναίσθημα από ψυχική ευφορία,
να ερωτοτροπείς σαν να ορθώνεσαι ξανά.
Οι γρύλοι τα αηδόνια τα θαλασσοπούλια,
συμμέτοχοι στη μυσταγωγία που σε ολοκληρώνει
αποκρύπτουν την ισορροπία
σε ό,τι αντιστάθηκε μετά την κοσμοχαλασιά,
ήταν εκείνο που μας περπάτησε ένα βήμα πιο πάνω.
Μια χαραγή ηλιαχτίδας περιδιαβαίνοντας σε τόπους
ιστορικούς και χαμένους.
Δροσοσταλιά πρωινή ιεροτελεστία
σε προδομένους πρωταγωνιστές διηγημάτων
που ποτέ δε θα βρουν δικαίωση
στο διάβα του χρόνου.
Αποσβολωμένος μοναχικός άλαλος σκυφτός
βρίθεις από αναμονή δυστοκίας,
αναζητάς ψαχουλεύοντας το μυστικό της ζήσης
συντρίβοντας βήμα βήμα τα βάσανα που σε συντρίβουν.
Μόλις που ανασκαλεύεις την έσχατη φράση
που την πάλευες μέσα σου να την ξεστομίσεις,
πότε σαν αλόγιστη χαρά
πότε ως ακατάσχετη θλίψη
ριγμένη στον πάτο της θάλασσας.
Κι ήταν η σκέψη γαλάζιο κι οσμή μουσικής,
αλλά δε σου μένει πια ούτε ήχος ούτε αίσθηση.
Κλείνεις μέσα σου τον ουρανό και τη βροχή,
δίνεις ζωή ακαθόριστα σε μια ανοιχτή πληγή
κι ακολουθείς το πουθενά με σπασμένη πυξίδα,
περιμένοντας τον τυφώνα να σε ισοπεδώσει πρώτος.
Αχιλλέας Φιστουρής