Καθώς κολυμπάς σ’ άπατα νερά, από τα έλη να καθαριστείς, σε νιώθω απόκρυφη προσταγή. Άφατο προεόρτιο σ’ αφουγκράζομαι της άνθησης στιγμής, να κυλήσει φαντάζεται,να αποφορτιστεί, να απλωθεί στο νερό.
Αυτή η αίσθηση του σκηνικού, να μην αλλοιωθεί ανάλαφρα στη διαδρομή σου, αέναα.
Ταξιδεύω
το κύμα σαν αρμύρα
δοσμένο γαλάζιο ,εκστατικό
πλημμυρισμένο ψιθύρους υπόκωφους,
μα και χαμόγελα χωρίς ουσία
αραχνοΰφαντος της θάλασσας σκοπός.
Οδοιπόρος
γεμάτος σκόνη,
λουλούδι ανάλαφρης απομάκρυνσης,
απόμερος σύντροφος και σκεπτικός,
τον λιώνουν συνειδητά οι ευθύνες
και συχνά εμφανίζεται να με θωρεί.
Απόμακρος σύντροφος των παιδικών χρόνων φουσκώνει τα πανιά μου, υποχωρεί στα θέλω μου κι αναμνήσεις ξυπνά μακρινές στο σύννεφο , το ρόδινο του ουρανού.
Έρχονται στιγμές, που σκέφτομαι κι αναπολώ, λόγια εικόνες και θέλω να τα κοινοποιήσω με παραλήπτη τον άλλο μου εαυτό, εκμυστήρευση των ανασφαλειών μου, δίνω μάχη ανάμεσα σε λύπη και χαμόγελο να του μεταφέρω την τακτική της ημέρας και να, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, το δούλεψα καλά μέσα μου, θα του πω για τα σοκάκια που δεν διάβηκα, για κείνη την αύρα που δε χάιδεψε το μπαλκόνι του προσώπου μου, θα του ξομολογηθώ για τις προσδοκίες που φουσκώνουν, που μεστώνουν και λάμπουν στον ορίζοντά μου ,για τις απόκοσμες μουσικές στα πέρατα τούτου του κόσμου που ’ναι απλωμένες στις γειτονιές των αγγέλων και στροβιλίζονται αισθησιακά στα μάρμαρα, θα του αναφέρω πώς αναλογίζεται το μέσα μου κάθε φορά που αλλάζω τρόπο ζωής και ξαφνικά ένα κενό από την ώρα που ταξίδεψες για τον μακρινό προορισμό σου , ότι οι ανταύγειες της κουρτίνας του ορίζοντα πολλές φορές δείχνουν σαν υπαρκτές, θα του γράψω ότι εδώ που βρίσκομαι τώρα ακόμα κι τα όνειρά μου αλυχτούν, πως στο σκοτάδι οι χτύποι της καρδιάς χορεύουν κι αρχίζουν ένα λικνιστικό χορό της βροχής στο πεζοδρόμιο κι όμως πήρα το κουράγιο να τον συναντήσω, να του μιλήσω αλλά έχω την υποψία, πως οι σκέψεις θα γυρίσουν πάλι σε μένα.
Η
παγωνιά απλώνει την αλλόκοτη ανάσα της
και ρίχνεται από το στόμα των ασπρισμένων ουρανών.
Μια λευκή λάμψη που τεντώνεται σε σκοινί,
ένα ανείπωτο χάλασμα που
κατακαθίζει στους περαστικούς.
Όπου
το πόδι διαγράφει αποτύπωμα χιονιού παγωμάρα,
είναι η έλλειψη της θαλπωρής που συνεχίζει να ισοπεδώνει.
Ξεπάγιασμα τεντωμένων χεριών ,
αποστεωμένων χεριών,
ατέλειωτη εγκατάλειψη και ξεχασμένο
νόσημα .
Κράτος και καθεστώς
απροκάλυπτα, φόρος ανελέητος
και το τελειωτικό δόσιμο της
ματωμένης λευκότητας.
Γονατίζει , απλώνεται σαν παρακλητική
διάθεση
των πεταγμάτων και των χαραδρών, της
έλλειψης και της παγωνιάς.
Αυτή η καταπίεση ξεχώρισε από την καρδιά της παγωνιάς ,αυτή η ασφυξία. Άχρωμο,
σκεπτικό, ανήλιο κι αδύναμο το σώμα,
του πεινασμένου, του παγωμένου. Εγκληματικό και φθαρμένο,
σ’ έναν αέναο παραλογισμό, της ανέχειας καθηλωμένο.
Θα εντείνει τις έχθρες, τις αντιθέσεις,
τις καταστροφές,
θα φουρτουνιάσει τις θάλασσες, θα
ματαιώσει όλες τις ελπίδες,
και εξαλείφοντας αργά αλλά σταθερά τις
αντιστάσεις όλες,
και τους αέρινους ψίθυρους ,θα μοιράσει
θριαμβευτικά σε αντίθετες φατρίες.
Θα αλλάξω τη ροή του μετάλλου ,στο καλούπι που τώρα τρέχει
στην υψικάμινο και στην μήτρα μέχρι να σχηματοποιηθεί
για να οριοθετούν καταστάσεις που συνεχώς εκρήγνυνται
με διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις , καταπίεση κι οργή.
Χωρίς
υπόβαθρο εμφανίσεις που φαντάζουν γυμνές, όλες
πλαισιωμένες με απόλυτο κενό κι ανείπωτη παγωμάρα.
Και πέτρινες ζάρες για ν’ αποκρούουν τα
ατσάλινα βέλη που φτάνουν
σε καταιγιστική ρότα με απροκάλυπτη ενίσχυση.
Άυλες εμφανίσεις για περιοχές που παραμένουν άηχες Εδώ, η πιο οδυνηρή κατάσταση με τα πρόσωπα, μιας και τα πρόσωπα των στοιχειωμένων είναι κοσμικά φεγγάρια, ολοκαύτωμα μες το μυαλό και το κεφάλι.
Οι παγωμένες θύελλες ορμούν μπροστά μα τα δέντρα της ζωής μένουν όρθια. Ένας ακήρυχτος πόλεμος . Αφουγκράζομαι τις ψύχρες πλάι μου Εκεί ,στο άμορφο χιόνι, η ψυχή είναι μαύρη κατάμαυρη. Αχνίζει το χιόνι, ρίχνει τη λάβα του στο λευκό αποτύπωμα.
Ο πάγος πήρε μορφή σκληρή ,σαν κρύσταλλο ,μπλοκ αδιαπέραστο. Τώρα μόνο η σπίθα μπορεί να ανάψει το έναυσμα της σύγκρουσης, ν’ αρχίσει η πάλη με πυρωμένα πρόσωπα και στήθια ολόγυμνα, κι όλοι να συντάσσονται στη θύμηση της παγωμένης λάβας.
Αστέρια μακρινά
των μορφών απ’ το αστροδάσος
με πνοές όπως σβήνουν σε παρέες μελωδιών,
όπου το κενό δεν έχει τόπο και φτάνει κυρίαρχος ο οδηγητής
τ’ αστέρια σαν πυγολαμπίδες ονείρων,
αψηφώντας , να εδραιώνουν την αγωνία της άλλης μέρας.
Αστέρια διάτονες των ελπίδων νέα μορφή
εκστατική μπορεί να μεταλλάξει το είναι σας,
για να ψηλώσουν οι προσδοκίες από ηχοχρώματα
στο ύψος της καρδιάς όταν μεσουρανώ και
σας καλώ,
αψηφώντας να εδραιώνουν, την αγωνία της άλλης μέρας.
Αστέρια ψυχοφθόρα ,πνοές στο φέγγος απαράμιλλης νιότης πως μορφοποιείται η μοναξιά της ψυχής, και τα βουνά πέρα στην παρθένα πλαγιά κυλούν προσδοκίες λάβρος μια ανεμώνη πικρή και την αναμονή, αψηφώντας να εδραιώνουν, την αγωνία της άλλης μέρας.
Μακρινή αίσθηση
ανοχύρωτη,
σκιστά αυλάκια δάκρυα,
κύμα στριφτό
στα πόδια του βράχου
αγέρωχο,
που το καταπίνουν
με τις δίνες τους
η Σκύλα κι η Χάρυβδη
στα στενά περάσματα
του πόντου.
και ξοπίσω καταβόθρες άπατες που δε συγχωρούν το κάθε πλησίασμα.
Αν η τρέλα μπορούσε να σταθεροποιηθεί σε ένα δικό της όριο τότε αυτόματα θα έχανε τη μαγεία της. Κάπως έτσι δεν ξεκινάνε τα ταξίδια; Μέσα σε δόσεις τρέλας που σκιαγραφείται η μαγεία σε κάθε διαδρομή. Σε εκείνο το σακίδιο που κουβαλάμε στην πλάτη θα ήταν προτιμότερο αν το γεμίζαμε αναμνήσεις, όμορφες ιστορίες που κάτι έχουν να μας διδάξουν, όμορφες συγγραφικές εικόνες που θα μας δείχνουν στο τέλος το δικό μας μονοπάτι. Εκείνο που προτιμώ να μοιραστώ μαζί σας μέσα από τα δικά μου μάτια και που με τον τρόπο του θα έχει πάντοτε κάτι να μας πει...